- τεκμορεῖοι
- τεκμορ-εῖοι ξένοι,A an association who pledged their loyalty to the Emperor, prob. against Christianity, Papers of Amer. School at Athens 3 No. 370.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεκμορείοι — Α φρ. «τεκμορεῑοι ξένοι» θίασος αφοσιωμένων στον αυτοκράτορα τής Ρώμης πολιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος κατά τη ρωμαϊκή εποχή από τον αρχ. τ. τέκμωρ (βλ. λ. τέκμαρ), ο οποίος, όμως, δεν εμφανίζει τ. με αδύνατο θ. σε ο ] … Dictionary of Greek